dict.gr · Ελληνικό/Γερμανικό Λεξικό
Ρήμα
θέλγω
Ⓦ
Ⓖ
Ⓝ
hinreißen
Ⓦ
Ⓖ
…
Ρήμα
συνεπαίρνω
Ⓦ
Ⓖ
Ⓝ
hinreißen
Ⓦ
Ⓖ
…
!
Ρήμα
συναρπάζω
Ⓦ
Ⓖ
Ⓝ
hinreißen
Ⓦ
Ⓖ
…
Εν μέρει αντιστοιχίες
(+)