dict.gr · Ελληνικό/Γερμανικό Λεξικό
Επίθετο
ουδέτερος
Ⓦ
Ⓖ
Ⓝ
neutral
Ⓦ
Ⓖ
…
Εν μέρει αντιστοιχίες
(−)
!
Ουσιαστικό
η
εξουδετέρωση
Ⓦ
Ⓖ
Ⓝ
die
Neutralisation
Ⓦ
Ⓖ
…
!
Ουσιαστικό
η
ουδετεροποίηση
Ⓦ
Ⓖ
Ⓝ
die
Neutralisation
Ⓦ
Ⓖ
…
!
Ρήμα
εξουδετερώνω
Ⓦ
Ⓖ
Ⓝ
neutralisieren
Ⓦ
Ⓖ
…
Ρήμα
ουδετεροποιώ
Ⓦ
Ⓖ
Ⓝ
neutralisieren
Ⓦ
Ⓖ
…
εξουδετέρωση
Ⓦ
Ⓖ
Ⓝ
Neutralisierung
Ⓦ
Ⓖ
…
ουδετεροποίηση
Ⓦ
Ⓖ
Ⓝ
Neutralisierung
Ⓦ
Ⓖ
…
Ουσιαστικό
η
ουδετερότητα
Ⓦ
Ⓖ
Ⓝ
die
Neutralität
Ⓦ
Ⓖ
…
!
Επίθετο
μεροληπτικός
Ⓦ
Ⓖ
Ⓝ
nicht neutral
Ⓦ
Ⓖ
…