dict.gr · Ελληνικό/Γερμανικό Λεξικό
Ουσιαστικό
η
ένταση
Ⓦ
Ⓖ
Ⓝ
die
Spannung
Ⓦ
Ⓖ
…
!
Ουσιαστικό
η
ένταση
Ⓦ
Ⓖ
Ⓝ
die
Anspannung
Ⓦ
Ⓖ
…
!
Ουσιαστικό
η
ένταση
Ⓦ
Ⓖ
Ⓝ
die
Intensität
Ⓦ
Ⓖ
…
!
Ουσιαστικό
η
ένταση
Ⓦ
Ⓖ
Ⓝ
die
Lautstärke
Ⓦ
Ⓖ
…
!
Ουσιαστικό
η
ένταση
Ⓦ
Ⓖ
Ⓝ
die
Steigerung
Ⓦ
Ⓖ
…
!
Ουσιαστικό
η
ένταση
Ⓦ
Ⓖ
Ⓝ
die
Stromstärke
Ⓦ
Ⓖ
…
!
Ουσιαστικό
η
ένταση
Ⓦ
Ⓖ
Ⓝ
die
Tiefe
Ⓦ
Ⓖ
…
Εν μέρει αντιστοιχίες
(+)