dict.gr · Ελληνικό/Γερμανικό Λεξικό
!
Αγγελιοφόρος
Ⓦ
Ⓖ
Ⓝ
Anzeiger
Ⓦ
Ⓖ
…
!
Ουσιαστικό
ο
αγγελιοφόρος
Ⓦ
Ⓖ
Ⓝ
der
Anzeiger
Ⓦ
Ⓖ
…
!
Ουσιαστικό
ο
αγγελιοφόρος
Ⓦ
Ⓖ
Ⓝ
der
Ausläufer
Ⓦ
Ⓖ
…
!
Ουσιαστικό
ο
αγγελιοφόρος
Ⓦ
Ⓖ
Ⓝ
der
Austräger
Ⓦ
Ⓖ
…
!
αγγελιοφόρος
Ⓦ
Ⓖ
Ⓝ
Bote
Ⓦ
Ⓖ
…
!
αγγελιοφόρος
Ⓦ
Ⓖ
Ⓝ
Eilbote
Ⓦ
Ⓖ
…
!
αγγελιοφόρος
Ⓦ
Ⓖ
Ⓝ
Kurier
Ⓦ
Ⓖ
…
Εν μέρει αντιστοιχίες
(+)