dict.gr · Ελληνικό/Γερμανικό Λεξικό
Επίρρημα
συνέχεια
Ⓦ
Ⓖ
Ⓝ
ununterbrochen
Ⓦ
Ⓖ
…
Επίθετο
αδιάκοπος
Ⓦ
Ⓖ
Ⓝ
ununterbrochen
Ⓦ
Ⓖ
…
Επίθετο
συνεχής
Ⓦ
Ⓖ
Ⓝ
ununterbrochen
Ⓦ
Ⓖ
…
!
Επίρρημα
αδιάκοπα
Ⓦ
Ⓖ
Ⓝ
ununterbrochen
Ⓦ
Ⓖ
…
!
Επίθετο
αδιάλειπτος
Ⓦ
Ⓖ
Ⓝ
ununterbrochen
Ⓦ
Ⓖ
…
!
Επίρρημα
ασταμάτητα
Ⓦ
Ⓖ
Ⓝ
ununterbrochen
Ⓦ
Ⓖ
…