dict.gr · Ελληνικό/Γερμανικό Λεξικό
Ουσιαστικό
το
ρεκόρ
Ⓦ
Ⓖ
Ⓝ
die
Bestleistung
Ⓦ
Ⓖ
…
Ουσιαστικό
το
ρεκόρ
Ⓦ
Ⓖ
Ⓝ
die
Höchstleistung
Ⓦ
Ⓖ
…
!
Ουσιαστικό
το
ρεκόρ
Ⓦ
Ⓖ
Ⓝ
der
Rekord
Ⓦ
Ⓖ
…
!
Ουσιαστικό
το
ρεκόρ
Ⓦ
Ⓖ
Ⓝ
die
Rekordmarke
Ⓦ
Ⓖ
…
Εν μέρει αντιστοιχίες
(+)