dict.gr · Ελληνικό/Γερμανικό Λεξικό
Επίθετο
ογκώδης
Ⓦ
Ⓖ
Ⓝ
umfangreich
Ⓦ
Ⓖ
…
Επίθετο
ογκώδης
Ⓦ
Ⓖ
Ⓝ
schwülstig
Ⓦ
Ⓖ
…
Επίθετο
ογκώδης
Ⓦ
Ⓖ
Ⓝ
voluminös
Ⓦ
Ⓖ
…
!
Επίθετο
ογκώδης
Ⓦ
Ⓖ
Ⓝ
geschwollen
Ⓦ
Ⓖ
…
!
Επίθετο
ογκώδης
Ⓦ
Ⓖ
Ⓝ
massig
Ⓦ
Ⓖ
…
!
Επίθετο
ογκώδης
Ⓦ
Ⓖ
Ⓝ
massiv
Ⓦ
Ⓖ
…
!
Επίθετο
ογκώδης
Ⓦ
Ⓖ
Ⓝ
wuchtig
Ⓦ
Ⓖ
…
!
Επίθετο
ογκώδης
Ⓦ
Ⓖ
Ⓝ
mächtig
Ⓦ
Ⓖ
…
!
Επίθετο
ογκώδης
Ⓦ
Ⓖ
Ⓝ
sperrig
Ⓦ
Ⓖ
…