dict.gr · Ελληνικό/Γερμανικό Λεξικό
Ρήμα
ζευγαρώνω
Ⓦ
Ⓖ
Ⓝ
paaren
Ⓦ
Ⓖ
…
Εν μέρει αντιστοιχίες
(+)