dict.gr · Ελληνικό/Γερμανικό Λεξικό
απαγόρευση στάθμευσης
Ⓦ
Ⓖ
Ⓝ
Halteverbot
Ⓦ
Ⓖ
…
Εν μέρει αντιστοιχίες
(+)