dict.gr · Ελληνικό/Γερμανικό Λεξικό
Ουσιαστικό
ο
παράγοντας
Ⓦ
Ⓖ
Ⓝ
der
Funktionär
Ⓦ
Ⓖ
…
Ουσιαστικό
το
στέλεχος
Ⓦ
Ⓖ
Ⓝ
der
Funktionär
Ⓦ
Ⓖ
…
Ουσιαστικό
ο
αξιωματούχος
Ⓦ
Ⓖ
Ⓝ
der
Funktionär
Ⓦ
Ⓖ
…
Ουσιαστικό
ο
λειτουργός
Ⓦ
Ⓖ
Ⓝ
der
Funktionär
Ⓦ
Ⓖ
…