dict.gr · Ελληνικό/Γερμανικό Λεξικό
Ουσιαστικό
η
πυρηνική ενέργεια
Ⓦ
Ⓖ
Ⓝ
die
Kernenergie
Ⓦ
Ⓖ
…
Εν μέρει αντιστοιχίες
(+)