dict.gr · Ελληνικό/Γερμανικό Λεξικό
Ρήμα
τσεκάρω
Ⓦ
Ⓖ
Ⓝ
abzeichnen
Ⓦ
Ⓖ
…
Ρήμα
διαγράφομαι
Ⓦ
Ⓖ
Ⓝ
abzeichnen
Ⓦ
Ⓖ
…
Ουσιαστικό
το
τσεκάρισμα
Ⓦ
Ⓖ
Ⓝ
das
Abzeichnen
Ⓦ
Ⓖ
…
Ρήμα
υπογράφω
Ⓦ
Ⓖ
Ⓝ
abzeichnen
Ⓦ
Ⓖ
…
!
Ρήμα
μονογραφώ
Ⓦ
Ⓖ
Ⓝ
abzeichnen
Ⓦ
Ⓖ
…
!
Ρήμα
μονογράφω
Ⓦ
Ⓖ
Ⓝ
abzeichnen
Ⓦ
Ⓖ
…
Εν μέρει αντιστοιχίες
(−)
!
Ρήμα
σχηματίζομαι
Ⓦ
Ⓖ
Ⓝ
sich abzeichnen
Ⓦ
Ⓖ
…
!
Ρήμα
ξεχωρίζω
Ⓦ
Ⓖ
Ⓝ
sich abzeichnen
Ⓦ
Ⓖ
…
Ρήμα
εμφανίζομαι
Ⓦ
Ⓖ
Ⓝ
sich abzeichnen
Ⓦ
Ⓖ
…
!
Ρήμα
διακρίνομαι
Ⓦ
Ⓖ
Ⓝ
sich abzeichnen
Ⓦ
Ⓖ
…
Ρήμα
γίνομαι αισθητός
Ⓦ
Ⓖ
Ⓝ
sich abzeichnen
Ⓦ
Ⓖ
…
Ρήμα
προαλείφομαι
Ⓦ
Ⓖ
Ⓝ
sich abzeichnen
Ⓦ
Ⓖ
…