dict.gr · Ελληνικό/Γερμανικό Λεξικό
Ουσιαστικό
η
ακτινογράφηση
Ⓦ
Ⓖ
Ⓝ
das
Röntgen
Ⓦ
Ⓖ
…
Ρήμα
κάνω ακτινογραφία
Ⓦ
Ⓖ
Ⓝ
röntgen
Ⓦ
Ⓖ
…
!
Ρήμα
ακτινοσκοπώ
Ⓦ
Ⓖ
Ⓝ
röntgen
Ⓦ
Ⓖ
…
!
Ρήμα
ακτινογραφώ
Ⓦ
Ⓖ
Ⓝ
röntgen
Ⓦ
Ⓖ
…
Εν μέρει αντιστοιχίες
(+)