dict.gr · Ελληνικό/Γερμανικό Λεξικό
!
Ουσιαστικό
το
ζεμπίλι
Ⓦ
Ⓖ
Ⓝ
das
Einkaufsnetz
Ⓦ
Ⓖ
…
!
Ουσιαστικό
το
ζεμπίλι
Ⓦ
Ⓖ
Ⓝ
die
Einkaufstasche
Ⓦ
Ⓖ
…
!
Ουσιαστικό
το
ζεμπίλι
Ⓦ
Ⓖ
Ⓝ
der
Korb
Ⓦ
Ⓖ
…