dict.gr · Ελληνικό/Γερμανικό Λεξικό
Ρήμα
τσεκάρω
Ⓦ
Ⓖ
Ⓝ
abzeichnen
Ⓦ
Ⓖ
…
!
Ρήμα
τσεκάρω
Ⓦ
Ⓖ
Ⓝ
kontrollieren
Ⓦ
Ⓖ
…