dict.gr · Ελληνικό/Γερμανικό Λεξικό
Ρήμα
φτύνω
Ⓦ
Ⓖ
Ⓝ
bespucken
Ⓦ
Ⓖ
…
!
Ουσιαστικό
το
φτύσιμο
Ⓦ
Ⓖ
Ⓝ
das
Bespucken
Ⓦ
Ⓖ
…