dict.gr · Ελληνικό/Γερμανικό Λεξικό
Ρήμα
σπεύδω
Ⓦ
Ⓖ
Ⓝ
beeilen
Ⓦ
Ⓖ
…
Ρήμα
σπεύδω
Ⓦ
Ⓖ
Ⓝ
beschleunigen
Ⓦ
Ⓖ
…
Ρήμα
σπεύδω
Ⓦ
Ⓖ
Ⓝ
huschen
Ⓦ
Ⓖ
…
Ρήμα
σπεύδω
Ⓦ
Ⓖ
Ⓝ
trippeln
Ⓦ
Ⓖ
…
!
Ρήμα
σπεύδω
Ⓦ
Ⓖ
Ⓝ
eilen
Ⓦ
Ⓖ
…
!
Ρήμα
σπεύδω
Ⓦ
Ⓖ
Ⓝ
hasten
Ⓦ
Ⓖ
…
!
Ρήμα
σπεύδω
Ⓦ
Ⓖ
Ⓝ
sausen
Ⓦ
Ⓖ
…
!
Ρήμα
σπεύδω
Ⓦ
Ⓖ
Ⓝ
sich beeilen
Ⓦ
Ⓖ
…
!
Ρήμα
σπεύδω
Ⓦ
Ⓖ
Ⓝ
wuseln
Ⓦ
Ⓖ
…
!
Ρήμα
σπεύδω
Ⓦ
Ⓖ
Ⓝ
zuhalten
Ⓦ
Ⓖ
…
Εν μέρει αντιστοιχίες
(+)