dict.gr · Ελληνικό/Γερμανικό Λεξικό
Ουσιαστικό
το
λίπασμα
Ⓦ
Ⓖ
Ⓝ
das
Düngemittel
Ⓦ
Ⓖ
…
λίπασμα
Ⓦ
Ⓖ
Ⓝ
Dünger
Ⓦ
Ⓖ
…
!
Ουσιαστικό
το
λίπασμα
Ⓦ
Ⓖ
Ⓝ
der
Kompost
Ⓦ
Ⓖ
…
!
Ουσιαστικό
το
λίπασμα
Ⓦ
Ⓖ
Ⓝ
der
Dung
Ⓦ
Ⓖ
…
Εν μέρει αντιστοιχίες
(+)