dict.gr · Ελληνικό/Γερμανικό Λεξικό
Ουσιαστικό
οι
διακοπές
Ⓦ
Ⓖ
Ⓝ
die
Ferien
Ⓦ
Ⓖ
…
Ουσιαστικό
οι
διακοπές
Ⓦ
Ⓖ
Ⓝ
der
Urlaub
Ⓦ
Ⓖ
…
Ουσιαστικό
οι
διακοπές
Ⓦ
Ⓖ
Ⓝ
die
Semesterferien
Ⓦ
Ⓖ
…
Εν μέρει αντιστοιχίες
(+)