dict.gr · Ελληνικό/Γερμανικό Λεξικό
Ρήμα
συμπράττω
Ⓦ
Ⓖ
Ⓝ
kooperieren
Ⓦ
Ⓖ
…
Ρήμα
συνεργάζομαι
Ⓦ
Ⓖ
Ⓝ
kooperieren
Ⓦ
Ⓖ
…
!
Ρήμα
συμπαρατάσσομαι
Ⓦ
Ⓖ
Ⓝ
kooperieren
Ⓦ
Ⓖ
…