dict.gr · Ελληνικό/Γερμανικό Λεξικό
Ουσιαστικό
ο
συνταξιδιώτης
Ⓦ
Ⓖ
Ⓝ
der
Mitreisende
Ⓦ
Ⓖ
…
!
Ουσιαστικό
ο
συνεπιβάτης
Ⓦ
Ⓖ
Ⓝ
der
Mitreisende
Ⓦ
Ⓖ
…
!
Ουσιαστικό
ο
συνοδοιπόρος
Ⓦ
Ⓖ
Ⓝ
der
Mitreisende
Ⓦ
Ⓖ
…
Εν μέρει αντιστοιχίες
(+)