dict.gr · Ελληνικό/Γερμανικό Λεξικό
Ουσιαστικό
ο
φεμινιστής
Ⓦ
Ⓖ
Ⓝ
der
Feminist
Ⓦ
Ⓖ
…
Εν μέρει αντιστοιχίες
(−)
!
Ουσιαστικό
η
φεμινίστρια
Ⓦ
Ⓖ
Ⓝ
die
Feministin
Ⓦ
Ⓖ
…
Επίθετο
φεμινιστικός
Ⓦ
Ⓖ
Ⓝ
feministisch
Ⓦ
Ⓖ
…