dict.gr · Ελληνικό/Γερμανικό Λεξικό
Ουσιαστικό
η
υποψία
Ⓦ
Ⓖ
Ⓝ
der
Argwohn
Ⓦ
Ⓖ
…
Ουσιαστικό
η
καχυποψία
Ⓦ
Ⓖ
Ⓝ
der
Argwohn
Ⓦ
Ⓖ
…
!
Ουσιαστικό
η
δυσπιστία
Ⓦ
Ⓖ
Ⓝ
der
Argwohn
Ⓦ
Ⓖ
…
!
Ουσιαστικό
η
υπόνοια
Ⓦ
Ⓖ
Ⓝ
der
Argwohn
Ⓦ
Ⓖ
…
Εν μέρει αντιστοιχίες
(−)
!
Ρήμα
υποψιάζομαι
Ⓦ
Ⓖ
Ⓝ
argwöhnen
Ⓦ
Ⓖ
…
!
Επίθετο
φιλύποπτος
Ⓦ
Ⓖ
Ⓝ
argwöhnisch
Ⓦ
Ⓖ
…
!
Επίθετο
καχύποπτος
Ⓦ
Ⓖ
Ⓝ
argwöhnisch
Ⓦ
Ⓖ
…
!
Επίθετο
δύσπιστος
Ⓦ
Ⓖ
Ⓝ
argwöhnisch
Ⓦ
Ⓖ
…
Επίθετο
υποψιασμένος
Ⓦ
Ⓖ
Ⓝ
argwöhnisch
Ⓦ
Ⓖ
…
!
Ρήμα
πονηρεύω
Ⓦ
Ⓖ
Ⓝ
argwöhnisch machen
Ⓦ
Ⓖ
…
!
Επίθετο
ανύποπτος
Ⓦ
Ⓖ
Ⓝ
ohne Argwohn
Ⓦ
Ⓖ
…