dict.gr · Ελληνικό/Γερμανικό Λεξικό
ξενοφοβία
Ⓦ
Ⓖ
Ⓝ
Xenophobie
Ⓦ
Ⓖ
…
Ουσιαστικό
η
ξενοφοβία
Ⓦ
Ⓖ
Ⓝ
die
Ausländerfeindlichkeit
Ⓦ
Ⓖ
…
!
Ουσιαστικό
η
ξενοφοβία
Ⓦ
Ⓖ
Ⓝ
die
Angst vor Fremden
Ⓦ
Ⓖ
…
!
Ουσιαστικό
η
ξενοφοβία
Ⓦ
Ⓖ
Ⓝ
die
Fremdenangst
Ⓦ
Ⓖ
…
!
ξενοφοβία
Ⓦ
Ⓖ
Ⓝ
Fremdenhass
Ⓦ
Ⓖ
…