dict.gr · Ελληνικό/Γερμανικό Λεξικό
επένδυση
Ⓦ
Ⓖ
Ⓝ
Investition
Ⓦ
Ⓖ
…
!
Ουσιαστικό
η
επενδυτική
Ⓦ
Ⓖ
Ⓝ
die
Investition
Ⓦ
Ⓖ
…
Εν μέρει αντιστοιχίες
(+)