dict.gr · Ελληνικό/Γερμανικό Λεξικό
Ρήμα
πηδώ
Ⓦ
Ⓖ
Ⓝ
springen
Ⓦ
Ⓖ
…
Ρήμα
πηδώ
Ⓦ
Ⓖ
Ⓝ
bumsen
Ⓦ
Ⓖ
…
Ρήμα
πηδώ
Ⓦ
Ⓖ
Ⓝ
ficken
Ⓦ
Ⓖ
…
Ρήμα
πηδώ
Ⓦ
Ⓖ
Ⓝ
hüpfen
Ⓦ
Ⓖ
…
Ρήμα
πηδώ
Ⓦ
Ⓖ
Ⓝ
pudern
Ⓦ
Ⓖ
…
Ρήμα
πηδώ
Ⓦ
Ⓖ
Ⓝ
überspringen
Ⓦ
Ⓖ
…
!
Ρήμα
πηδώ
Ⓦ
Ⓖ
Ⓝ
hechten
Ⓦ
Ⓖ
…
!
Ρήμα
πηδώ
Ⓦ
Ⓖ
Ⓝ
überschlagen
Ⓦ
Ⓖ
…
!
Ρήμα
πηδώ
Ⓦ
Ⓖ
Ⓝ
hopsen
Ⓦ
Ⓖ
…
Εν μέρει αντιστοιχίες
(+)