dict.gr · Ελληνικό/Γερμανικό Λεξικό
καθημερινή μετακίνηση προς κι από τον τόπο εργασίας
Ⓦ
Ⓖ
Ⓝ
Pendelwanderung
Ⓦ
Ⓖ
…
!
παλινδρομική διακίνηση
Ⓦ
Ⓖ
Ⓝ
Pendelwanderung
Ⓦ
Ⓖ
…