dict.gr · Ελληνικό/Γερμανικό Λεξικό
βιομηχανία ξύλου
Ⓦ
Ⓖ
Ⓝ
Holzindustrie
Ⓦ
Ⓖ
…
!
Ουσιαστικό
η
βιομηχανία ξυλείας
Ⓦ
Ⓖ
Ⓝ
die
Holzindustrie
Ⓦ
Ⓖ
…
!
Ουσιαστικό
η
ξυλοβιομηχανία
Ⓦ
Ⓖ
Ⓝ
die
Holzindustrie
Ⓦ
Ⓖ
…