dict.gr · Ελληνικό/Γερμανικό Λεξικό
πορνογραφία
Ⓦ
Ⓖ
Ⓝ
Pornographie
Ⓦ
Ⓖ
…
Εν μέρει αντιστοιχίες
(−)
παιδική πορνογραφία
Ⓦ
Ⓖ
Ⓝ
Kinderpornographie
Ⓦ
Ⓖ
…
!
Ουσιαστικό
η
πορνογραφία
Ⓦ
Ⓖ
Ⓝ
die
Pornographie.
Ⓦ
Ⓖ
…