dict.gr · Ελληνικό/Γερμανικό Λεξικό
Επίθετο
αξιόπιστος
Ⓦ
Ⓖ
Ⓝ
zuverlässig
Ⓦ
Ⓖ
…
Επίθετο
έμπιστος
Ⓦ
Ⓖ
Ⓝ
zuverlässig
Ⓦ
Ⓖ
…
Εν μέρει αντιστοιχίες
(−)
Επίθετο
αναξιόπιστος
Ⓦ
Ⓖ
Ⓝ
unzuverlässig
Ⓦ
Ⓖ
…
!
Ουσιαστικό
η
εμπιστοσύνη αξιοπιστία
Ⓦ
Ⓖ
Ⓝ
die
Zuverlässigkeit
Ⓦ
Ⓖ
…
Ουσιαστικό
η
μπέσα
Ⓦ
Ⓖ
Ⓝ
die
Zuverlässigkeit
Ⓦ
Ⓖ
…
!
Ουσιαστικό
η
αξιοπιστία
Ⓦ
Ⓖ
Ⓝ
die
Zuverlässigkeit
Ⓦ
Ⓖ
…
!
Ουσιαστικό
η
εμπιστοσύνη
Ⓦ
Ⓖ
Ⓝ
die
Zuverlässigkeit
Ⓦ
Ⓖ
…