dict.gr · Ελληνικό/Γερμανικό Λεξικό
Ρήμα
αυξάνομαι
Ⓦ
Ⓖ
Ⓝ
zunehmen
Ⓦ
Ⓖ
…
Ρήμα
επαυξάνω
Ⓦ
Ⓖ
Ⓝ
zunehmen
Ⓦ
Ⓖ
…
Ρήμα
μεγαλώνω
Ⓦ
Ⓖ
Ⓝ
zunehmen
Ⓦ
Ⓖ
…
Ουσιαστικό
η
φέξη
Ⓦ
Ⓖ
Ⓝ
das
Zunehmen
Ⓦ
Ⓖ
…
Ρήμα
χοντραίνω
Ⓦ
Ⓖ
Ⓝ
zunehmen
Ⓦ
Ⓖ
…
Ρήμα
βαραίνω
Ⓦ
Ⓖ
Ⓝ
zunehmen
Ⓦ
Ⓖ
…
!
Ρήμα
ανεβαίνω
Ⓦ
Ⓖ
Ⓝ
zunehmen
Ⓦ
Ⓖ
…
!
Ρήμα
βάζω κιλά
Ⓦ
Ⓖ
Ⓝ
zunehmen
Ⓦ
Ⓖ
…
!
Ρήμα
βρίσκομαι σε αύξηση
Ⓦ
Ⓖ
Ⓝ
zunehmen
Ⓦ
Ⓖ
…
!
Ουσιαστικό
η
γέμιση
Ⓦ
Ⓖ
Ⓝ
das
Zunehmen
Ⓦ
Ⓖ
…
!
Ρήμα
ογκώνομαι
Ⓦ
Ⓖ
Ⓝ
zunehmen
Ⓦ
Ⓖ
…
!
Ρήμα
παίρνω βάρος
Ⓦ
Ⓖ
Ⓝ
zunehmen
Ⓦ
Ⓖ
…
!
Ρήμα
παχαίνω
Ⓦ
Ⓖ
Ⓝ
zunehmen
Ⓦ
Ⓖ
…
!
Ρήμα
χοντρύνω
Ⓦ
Ⓖ
Ⓝ
zunehmen
Ⓦ
Ⓖ
…
!
Ρήμα
αυξάνω
Ⓦ
Ⓖ
Ⓝ
zunehmen
Ⓦ
Ⓖ
…
Εν μέρει αντιστοιχίες
(−)
!
Ρήμα
αυξομειώνομαι
Ⓦ
Ⓖ
Ⓝ
ab- und zunehmen
Ⓦ
Ⓖ
…
Επίρρημα
ολοένα
Ⓦ
Ⓖ
Ⓝ
zunehmend
Ⓦ
Ⓖ
…
!
Επίθετο
αύξων
Ⓦ
Ⓖ
Ⓝ
zunehmend
Ⓦ
Ⓖ
…
!
Επίρρημα
όλο και περισσότερο
Ⓦ
Ⓖ
Ⓝ
zunehmend
Ⓦ
Ⓖ
…
!
Επίθετο
εντεινόμενος
Ⓦ
Ⓖ
Ⓝ
zunehmend
Ⓦ
Ⓖ
…
!
Επίθετο
αυξανόμενος
Ⓦ
Ⓖ
Ⓝ
zunehmend
Ⓦ
Ⓖ
…