dict.gr · Ελληνικό/Γερμανικό Λεξικό
Επίθετο
ανεκτός
Ⓦ
Ⓖ
Ⓝ
zulässig
Ⓦ
Ⓖ
…
επιτρεπτό
Ⓦ
Ⓖ
Ⓝ
zulässig
Ⓦ
Ⓖ
…
!
Επίθετο
επιτρεπτός
Ⓦ
Ⓖ
Ⓝ
zulässig
Ⓦ
Ⓖ
…
!
Επίθετο
παραδεκτός
Ⓦ
Ⓖ
Ⓝ
zulässig
Ⓦ
Ⓖ
…
!
Επίθετο
αποδεκτός
Ⓦ
Ⓖ
Ⓝ
zulässig
Ⓦ
Ⓖ
…
!
Επίθετο
θεμιτός
Ⓦ
Ⓖ
Ⓝ
zulässig
Ⓦ
Ⓖ
…
Εν μέρει αντιστοιχίες
(−)
Επίθετο
ανώτατος επιτρεπτός
Ⓦ
Ⓖ
Ⓝ
höchstzulässig
Ⓦ
Ⓖ
…
Επίθετο
αθέμιτος
Ⓦ
Ⓖ
Ⓝ
unzulässig
Ⓦ
Ⓖ
…
Επίθετο
απαράδεκτος
Ⓦ
Ⓖ
Ⓝ
unzulässig
Ⓦ
Ⓖ
…
!
Επίθετο
ανεπίτρεπτος
Ⓦ
Ⓖ
Ⓝ
unzulässig
Ⓦ
Ⓖ
…
!
Επίθετο
παράτυπος
Ⓦ
Ⓖ
Ⓝ
unzulässig
Ⓦ
Ⓖ
…
!
επιτρεπόμενα αλιεύματα
Ⓦ
Ⓖ
Ⓝ
zulässige Gesamtfangmenge
Ⓦ
Ⓖ
…
!
Ουσιαστικό
το
παραδεκτό
Ⓦ
Ⓖ
Ⓝ
die
Zulässigkeit
Ⓦ
Ⓖ
…