dict.gr · Ελληνικό/Γερμανικό Λεξικό
!
Επίθετο
πολυμερής
Ⓦ
Ⓖ
Ⓝ
vielseitig
Ⓦ
Ⓖ
…
!
Επίθετο
πολύπλευρος
Ⓦ
Ⓖ
Ⓝ
vielseitig
Ⓦ
Ⓖ
…
Εν μέρει αντιστοιχίες
(−)
!
πολυκαλλιέργεια
Ⓦ
Ⓖ
Ⓝ
vielseitiger Anbau
Ⓦ
Ⓖ
…
!
Ουσιαστικό
η
πολυμέρεια
Ⓦ
Ⓖ
Ⓝ
die
Vielseitigkeit
Ⓦ
Ⓖ
…