dict.gr · Ελληνικό/Γερμανικό Λεξικό
Ρήμα
θεμελιώνω
Ⓦ
Ⓖ
Ⓝ
untermauern
Ⓦ
Ⓖ
…
Εν μέρει αντιστοιχίες
(−)
Ρήμα
θεμελιώνω
Ⓦ
Ⓖ
Ⓝ
Behauptung untermauern
Ⓦ
Ⓖ
…