dict.gr · Ελληνικό/Γερμανικό Λεξικό
Επίθετο
άπειρος
Ⓦ
Ⓖ
Ⓝ
unerfahren
Ⓦ
Ⓖ
…
!
Επίθετο
άβγαλτος
Ⓦ
Ⓖ
Ⓝ
unerfahren
Ⓦ
Ⓖ
…
!
Επίθετο
αμάθητος
Ⓦ
Ⓖ
Ⓝ
unerfahren
Ⓦ
Ⓖ
…
!
Επίθετο
άπραγος
Ⓦ
Ⓖ
Ⓝ
unerfahren
Ⓦ
Ⓖ
…
!
Επίθετο
άτριφτος
Ⓦ
Ⓖ
Ⓝ
unerfahren
Ⓦ
Ⓖ
…
!
Επίθετο
πρωτάρης
Ⓦ
Ⓖ
Ⓝ
unerfahren
Ⓦ
Ⓖ
…
!
Επίθετο
πρωτόβγαλτος
Ⓦ
Ⓖ
Ⓝ
unerfahren
Ⓦ
Ⓖ
…
!
Επίθετο
αρχάριος
Ⓦ
Ⓖ
Ⓝ
unerfahren
Ⓦ
Ⓖ
…
!
Επίθετο
αδαής
Ⓦ
Ⓖ
Ⓝ
unerfahren
Ⓦ
Ⓖ
…
Εν μέρει αντιστοιχίες
(−)
!
Ουσιαστικό
ο
δικηγοράκος
Ⓦ
Ⓖ
Ⓝ
der
unerfahrener Anwalt
Ⓦ
Ⓖ
…
!
απειρία
Ⓦ
Ⓖ
Ⓝ
Unerfahrenheit
Ⓦ
Ⓖ
…
Ουσιαστικό
η
απορία
Ⓦ
Ⓖ
Ⓝ
die
Unerfahrenheit
Ⓦ
Ⓖ
…