dict.gr · Ελληνικό/Γερμανικό Λεξικό
!
Επίθετο
ακατάβλητος
Ⓦ
Ⓖ
Ⓝ
unbezahlt
Ⓦ
Ⓖ
…
!
Επίρρημα
ανεξόφλητα
Ⓦ
Ⓖ
Ⓝ
unbezahlt
Ⓦ
Ⓖ
…
!
Επίθετο
απλήρωτος
Ⓦ
Ⓖ
Ⓝ
unbezahlt
Ⓦ
Ⓖ
…
Εν μέρει αντιστοιχίες
(−)
!
άδεια άνευ αποδοχών
Ⓦ
Ⓖ
Ⓝ
unbezahlter Urlaub
Ⓦ
Ⓖ
…