dict.gr · Ελληνικό/Γερμανικό Λεξικό
Ρήμα
θαμπώνω
Ⓦ
Ⓖ
Ⓝ
trüben
Ⓦ
Ⓖ
…
Ρήμα
θολώνω
Ⓦ
Ⓖ
Ⓝ
trüben
Ⓦ
Ⓖ
…
Ρήμα
εξασθενίζω
Ⓦ
Ⓖ
Ⓝ
trüben
Ⓦ
Ⓖ
…
!
Ρήμα
βουρκώνω
Ⓦ
Ⓖ
Ⓝ
trüben
Ⓦ
Ⓖ
…
Εν μέρει αντιστοιχίες
(−)
Ρήμα
πικραίνω
Ⓦ
Ⓖ
Ⓝ
betrüben
Ⓦ
Ⓖ
…
!
Ρήμα
θλίβω
Ⓦ
Ⓖ
Ⓝ
betrüben
Ⓦ
Ⓖ
…
Ρήμα
λυπώ
Ⓦ
Ⓖ
Ⓝ
betrüben
Ⓦ
Ⓖ
…
Ρήμα
βαριοκαρδίζω
Ⓦ
Ⓖ
Ⓝ
betrüben
Ⓦ
Ⓖ
…
Ρήμα
θαμπώνω
Ⓦ
Ⓖ
Ⓝ
sich trüben
Ⓦ
Ⓖ
…
!
Ρήμα
θολώνω
Ⓦ
Ⓖ
Ⓝ
sich trüben
Ⓦ
Ⓖ
…
!
Ρήμα
καταστενοχωρώ
Ⓦ
Ⓖ
Ⓝ
zutiefst betrüben
Ⓦ
Ⓖ
…