dict.gr · Ελληνικό/Γερμανικό Λεξικό
θανάσιμος
Ⓦ
Ⓖ
Ⓝ
tödlich
Ⓦ
Ⓖ
…
θανατηφόρος
Ⓦ
Ⓖ
Ⓝ
tödlich
Ⓦ
Ⓖ
…
Επίρρημα
θανάσιμα
Ⓦ
Ⓖ
Ⓝ
tödlich
Ⓦ
Ⓖ
…
Επίθετο
θανατικός
Ⓦ
Ⓖ
Ⓝ
tödlich
Ⓦ
Ⓖ
…
Επίθετο
ψυχοφθόρος
Ⓦ
Ⓖ
Ⓝ
tödlich
Ⓦ
Ⓖ
…
Επίρρημα
θανατηφόρα
Ⓦ
Ⓖ
Ⓝ
tödlich
Ⓦ
Ⓖ
…
!
Επίθετο
αβυσσαλέος
Ⓦ
Ⓖ
Ⓝ
tödlich
Ⓦ
Ⓖ
…
!
Επίθετο
καίριος
Ⓦ
Ⓖ
Ⓝ
tödlich
Ⓦ
Ⓖ
…
Εν μέρει αντιστοιχίες
(−)
!
Ρήμα
σκοτώνομαι σε δυστύχημα
Ⓦ
Ⓖ
Ⓝ
tödlich verunglücken
Ⓦ
Ⓖ
…