dict.gr · Ελληνικό/Γερμανικό Λεξικό
!
Επίθετο
πνιγηρός
Ⓦ
Ⓖ
Ⓝ
stickig
Ⓦ
Ⓖ
…
Εν μέρει αντιστοιχίες
(−)
!
Ουσιαστικό
ο
πνιγηρός αέρας
Ⓦ
Ⓖ
Ⓝ
die
stickige Luft
Ⓦ
Ⓖ
…