dict.gr · Ελληνικό/Γερμανικό Λεξικό
Επίθετο
επιβλητικός
Ⓦ
Ⓖ
Ⓝ
stattlich
Ⓦ
Ⓖ
…
!
Επίθετο
γεροδεμένος
Ⓦ
Ⓖ
Ⓝ
stattlich
Ⓦ
Ⓖ
…
!
Επίθετο
σημαντικός
Ⓦ
Ⓖ
Ⓝ
stattlich
Ⓦ
Ⓖ
…
Εν μέρει αντιστοιχίες
(−)
Επίθετο
ένορκος
Ⓦ
Ⓖ
Ⓝ
eidesstattlich
Ⓦ
Ⓖ
…
!
Επίρρημα
ενόρκως
Ⓦ
Ⓖ
Ⓝ
eidesstattlich
Ⓦ
Ⓖ
…