dict.gr · Ελληνικό/Γερμανικό Λεξικό
!
Επίθετο
επιλεκτικός
Ⓦ
Ⓖ
Ⓝ
selektiv
Ⓦ
Ⓖ
…
Εν μέρει αντιστοιχίες
(−)
!
επιλεκτική διάδοση πληροφοριών
Ⓦ
Ⓖ
Ⓝ
selektive Informationsverbreitung
Ⓦ
Ⓖ
…
Ουσιαστικό
η
επιλεκτική αντίληψη
Ⓦ
Ⓖ
Ⓝ
die
selektive Wahrnehmung
Ⓦ
Ⓖ
…
επιλεκτική διανομή
Ⓦ
Ⓖ
Ⓝ
selektiver Vertrieb
Ⓦ
Ⓖ
…