dict.gr · Ελληνικό/Γερμανικό Λεξικό
Ουσιαστικό
η
περιπλάνηση
Ⓦ
Ⓖ
Ⓝ
das
Schweifen
Ⓦ
Ⓖ
…
!
Ρήμα
περιπλανώμαι
Ⓦ
Ⓖ
Ⓝ
schweifen
Ⓦ
Ⓖ
…
Εν μέρει αντιστοιχίες
(−)
!
Ρήμα
εκτρέπομαι
Ⓦ
Ⓖ
Ⓝ
abschweifen
Ⓦ
Ⓖ
…
!
Ρήμα
παρεκτρέπομαι
Ⓦ
Ⓖ
Ⓝ
abschweifen
Ⓦ
Ⓖ
…
!
Ρήμα
λοξοδρομώ
Ⓦ
Ⓖ
Ⓝ
abschweifen
Ⓦ
Ⓖ
…
Ρήμα
αποκλίνω
Ⓦ
Ⓖ
Ⓝ
abschweifen
Ⓦ
Ⓖ
…
!
Ρήμα
ξεφεύγω
Ⓦ
Ⓖ
Ⓝ
abschweifen
Ⓦ
Ⓖ
…
!
Ρήμα
ασελγώ
Ⓦ
Ⓖ
Ⓝ
ausschweifen
Ⓦ
Ⓖ
…
!
Ρήμα
οργιάζω
Ⓦ
Ⓖ
Ⓝ
ausschweifen
Ⓦ
Ⓖ
…
!
Ρήμα
εκτραχηλίζομαι
Ⓦ
Ⓖ
Ⓝ
ausschweifen
Ⓦ
Ⓖ
…
!
Ρήμα
μουρνταρεύω
Ⓦ
Ⓖ
Ⓝ
ausschweifen
Ⓦ
Ⓖ
…
!
Ρήμα
πλανιέμαι
Ⓦ
Ⓖ
Ⓝ
umherschweifen
Ⓦ
Ⓖ
…