dict.gr · Ελληνικό/Γερμανικό Λεξικό
Ρήμα
κοκκινίζω
Ⓦ
Ⓖ
Ⓝ
röten
Ⓦ
Ⓖ
…
Εν μέρει αντιστοιχίες
(−)
Ρήμα
κοκκινίζω
Ⓦ
Ⓖ
Ⓝ
erröten
Ⓦ
Ⓖ
…