dict.gr · Ελληνικό/Γερμανικό Λεξικό
!
Επίρρημα
χωρίς σταματημό
Ⓦ
Ⓖ
Ⓝ
nonstop
Ⓦ
Ⓖ
…
Εν μέρει αντιστοιχίες
(−)
Ουσιαστικό
η
απευθείας πτήση
Ⓦ
Ⓖ
Ⓝ
der
Nonstop-Flug
Ⓦ
Ⓖ
…