dict.gr · Ελληνικό/Γερμανικό Λεξικό
Επίθετο
πολυμερής
Ⓦ
Ⓖ
Ⓝ
multilateral
Ⓦ
Ⓖ
…
Εν μέρει αντιστοιχίες
(−)
!
πολυμερείς σχέσεις
Ⓦ
Ⓖ
Ⓝ
multilaterale Beziehungen
Ⓦ
Ⓖ
…
πολυμερής βοήθεια
Ⓦ
Ⓖ
Ⓝ
multilaterale Hilfe
Ⓦ
Ⓖ
…
!
πολυμερής εποπτεία
Ⓦ
Ⓖ
Ⓝ
multilaterale Überwachung
Ⓦ
Ⓖ
…
πολυμερής συμφωνία
Ⓦ
Ⓖ
Ⓝ
multilaterales Abkommen
Ⓦ
Ⓖ
…