dict.gr · Ελληνικό/Γερμανικό Λεξικό
!
Επίθετο
μονογαμικός
Ⓦ
Ⓖ
Ⓝ
monogam
Ⓦ
Ⓖ
…
Εν μέρει αντιστοιχίες
(−)
!
Ουσιαστικό
η
μονογαμία
Ⓦ
Ⓖ
Ⓝ
die
Monogamie
Ⓦ
Ⓖ
…