dict.gr · Ελληνικό/Γερμανικό Λεξικό
Επίθετο
ανήλικος
Ⓦ
Ⓖ
Ⓝ
minderjährig
Ⓦ
Ⓖ
…
!
Επίθετο
υπεξούσιος
Ⓦ
Ⓖ
Ⓝ
minderjährig
Ⓦ
Ⓖ
…
Εν μέρει αντιστοιχίες
(−)
Ουσιαστικό
ο
ανήλικος
Ⓦ
Ⓖ
Ⓝ
der
Minderjährige
Ⓦ
Ⓖ
…
ανηλικότητα κατά το αστικό δίκαιο
Ⓦ
Ⓖ
Ⓝ
Minderjährigkeit
Ⓦ
Ⓖ
…
!
Ουσιαστικό
η
ανηλικότητα
Ⓦ
Ⓖ
Ⓝ
die
Minderjährigkeit
Ⓦ
Ⓖ
…