dict.gr · Ελληνικό/Γερμανικό Λεξικό
Επίθετο
κουρασμένος
Ⓦ
Ⓖ
Ⓝ
müde
Ⓦ
Ⓖ
…
Εν μέρει αντιστοιχίες
(−)
!
Ρήμα
καταπονώ
Ⓦ
Ⓖ
Ⓝ
müde machen
Ⓦ
Ⓖ
…
!
Ρήμα
κουράζω
Ⓦ
Ⓖ
Ⓝ
müde machen
Ⓦ
Ⓖ
…
!
Ρήμα
νυστάζω
Ⓦ
Ⓖ
Ⓝ
müde sein
Ⓦ
Ⓖ
…
Ρήμα
κουράζομαι
Ⓦ
Ⓖ
Ⓝ
müde werden
Ⓦ
Ⓖ
…
!
Ρήμα
νυστάζω
Ⓦ
Ⓖ
Ⓝ
müde werden
Ⓦ
Ⓖ
…
Επίθετο
ανύσταχτος
Ⓦ
Ⓖ
Ⓝ
nicht müde
Ⓦ
Ⓖ
…
!
Επίθετο
κατάκοπος
Ⓦ
Ⓖ
Ⓝ
todmüde
Ⓦ
Ⓖ
…
!
Επίθετο
κατακουρασμένος
Ⓦ
Ⓖ
Ⓝ
todmüde
Ⓦ
Ⓖ
…