dict.gr · Ελληνικό/Γερμανικό Λεξικό
Επίθετο
κουτσός
Ⓦ
Ⓖ
Ⓝ
lahm
Ⓦ
Ⓖ
…
!
Επίθετο
χωλός
Ⓦ
Ⓖ
Ⓝ
lahm
Ⓦ
Ⓖ
…
Εν μέρει αντιστοιχίες
(−)
!
Επίθετο
με κομμένα τα φτερά
Ⓦ
Ⓖ
Ⓝ
flügellahm
Ⓦ
Ⓖ
…
!
Επίθετο
χωρίς ενεργητικότητα
Ⓦ
Ⓖ
Ⓝ
flügellahm
Ⓦ
Ⓖ
…
!
Ρήμα
παραλύω
Ⓦ
Ⓖ
Ⓝ
lähmen
Ⓦ
Ⓖ
…
!
Ρήμα
χωλαίνω
Ⓦ
Ⓖ
Ⓝ
lahmen
Ⓦ
Ⓖ
…
Ουσιαστικό
η
χωλότητα
Ⓦ
Ⓖ
Ⓝ
das
Lahmen
Ⓦ
Ⓖ
…
!
Ρήμα
παραλύω
Ⓦ
Ⓖ
Ⓝ
lahmlegen
Ⓦ
Ⓖ
…
!
Ρήμα
νεκρώνω
Ⓦ
Ⓖ
Ⓝ
lahmlegen
Ⓦ
Ⓖ
…
!
Ρήμα
κωλυσιεργώ
Ⓦ
Ⓖ
Ⓝ
lahmlegen
Ⓦ
Ⓖ
…
Ουσιαστικό
η
παράλυση
Ⓦ
Ⓖ
Ⓝ
die
Lähmung
Ⓦ
Ⓖ
…
!
Ουσιαστικό
η
ημιπληγία
Ⓦ
Ⓖ
Ⓝ
die
Lähmung auf einer Seite
Ⓦ
Ⓖ
…
!
Επίθετο
παραλυτικός
Ⓦ
Ⓖ
Ⓝ
Lähmungs-
Ⓦ
Ⓖ
…
!
Ουσιαστικό
η
ένδειξη παράλυσης
Ⓦ
Ⓖ
Ⓝ
die
Lähmungserscheinung
Ⓦ
Ⓖ
…