dict.gr · Ελληνικό/Γερμανικό Λεξικό
Επίθετο
εμπορικός
Ⓦ
Ⓖ
Ⓝ
kommerziell
Ⓦ
Ⓖ
…
Εν μέρει αντιστοιχίες
(−)
!
Ουσιαστικό
η
εμπορική καλλιέργεια
Ⓦ
Ⓖ
Ⓝ
der
kommerzielle Anbau
Ⓦ
Ⓖ
…
!
Ουσιαστικό
η
εμπορική εκμετάλλευση
Ⓦ
Ⓖ
Ⓝ
die
kommerzielle Nutzung
Ⓦ
Ⓖ
…
!
εμπορικό μέσο μαζικής επικοινωνίας
Ⓦ
Ⓖ
Ⓝ
kommerzielles Massenmedium
Ⓦ
Ⓖ
…